- ἀπαρθένευτος
- ἀπαρθένευτοςunmaidenlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαρθένευτος — (I) ἀπαρθένευτος, ον (Α) ανάρμοστος σε παρθένα. (II) ἀπαρθένευτος, ον (Α) παρθενικός … Dictionary of Greek
ἀπαρθένευτον — ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem acc sg ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρθένευτα — ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρθένευτ' — ἀπαρθένευτα , ἀπαρθένευτος unmaidenly neut nom/voc/acc pl ἀπαρθένευτε , ἀπαρθένευτος unmaidenly masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)